- καπετανάτο(ν)
- το(επί τουρκοκρατίας)1. το αξίωμα και η δικαιοδοσία τού καπετάνιου, τού οπλαρχηγού2. η εδαφική περιοχή όπου ασκούσε την εξουσία του ο καπετάνιος3. ασύδοτη και καταπιεστική διοίκηση («καπετανάτο έχουμε εδώ πέρα;»)4. συν. στον πληθ. τα καπετανάτατο σύνολο τών καπετάνιων, τών οπλαρχηγών.[ΕΤΥΜΟΛ. < καπετάνιος + κατάλ. -άτο (πρβλ. δεσποτ-άτο, προλεταρι-άτο)].
Dictionary of Greek. 2013.